Κείμενο για αυτό δεν έχω γράψει,
γιατί δεν το έχω ξαναζήσει.
γιατί δεν το έχω ξαναζήσει.
Μια νεράιδα διέκοψε το λήθαργο της πραγματικότητάς μου.
Με πήρε από το χέρι βιαστικά,
αλλά κι ανάλαφρα.
Νόμιζα πως κινούνταν περίεργα
επειδή απλά εκείνη είναι νεράιδα.
Δεν φαντάστηκα στιγμή
τι ετοιμαζόταν να συμβεί.
Τι είχαν ετοιμάσει για 'μενα άλλοι που με βλέπουν ξεχωριστή.
Είχα σχεδόν ενοχληθεί.
Σκεφτόμουν "Πού με πάνε;"
Κι από μένα τι ζητάνε;
Ένα στρωμμένο μονοπάτι, νήμα, χαλί.
Για μένα; Γιατί;
Αφού έχω ξαναπάει εκεί που οδηγεί.
Ή μήπως όχι;
Είναι ένα δωμάτιο με κολώνες,
είναι μια πλατεία με αγάλματα,
είναι ένα δάσος γεμάτο δέντρα,
είναι ένας κήπος με λουλούδια,
που με κοιτάνε να τα κοιτάζω απορημένα.
Κάτι έχασα; Άργησα;
Τι να κάνω; Τι δεν έκανα;
Τι μου ζητάνε;
Κι όμως δεν θέλουν να ζητήσουν.
Θέλουν μόνο να μου δώσουν.
Αρχίζουν να μιλάνε σοβαρά.
Δεν τα καταλαβαίνω αρχικά.
Κάποιου εαυτού μου.
Δεν τα έκλεψαν,
τα δέχτηκαν.
Τα φιλοξενούν μέσα τους
και κάνουν τα στόματα
και τα σώματα
τους πομπούς.
Ακούγονται διαφορετικά.
Δεν είναι δικά μου πια,
δεν είναι δικά τους,
τα κάνουν δικά μας.
Μου χαμογελάνε
και δακρίζω.
Του ονείρου μου το υλικό
το πολλαπλασίασαν, το εμπλουτίσαν
κι ένα καινούργιο όνειρο για μένα δημιούργησαν.
Που το ζούμε όλοι μαζί.
Ξυπνητοί.
Και μου δείχνει πως ο, τι ο χρόνος παίρνει,
δεν χάνεται, το μεταμορφώνει.