Νέα..παλιά
Στην ετικέτα "στίχοι μου" προσέθεσα (κάποια από τα) κείμενα που ως τώρα κρατούσα σε χωριστό τετράδιο προορισμένο για ατελή τραγούδια..

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Serene's Serenity


Αποσύρθηκαν τα νερά κι εκείνη έμεινε στη στεριά.
Μόνη, μοναδική, με κάθε "μαζί" της να είναι εκεί.
Μέρος ξένο μα ονειρεμένο.
Ξυπνητή σε περιβάλλον κοιμισμένο.
Ξεγλίστρησε και σύρθηκε τριγύρω.
Έριξε μια ματιά κοντά και μακριά. Κοίταξε το φεγγάρι και τον ήλιο.
Σιωπή και σιγανή μουσική.
Σκέφτηκε να την κλείσει. Μα για να το κάνει ποιά είναι αυτή.
Ξάπλωσε απαλά κι αργά αγκάλιασε το κορμί, 
που δεν ήξερε αν τη χρειαζόταν να το σώσει
ή αν περίμενε από 'κεινο να σωθεί.
Τύλιξε με το χέρι της τη μέση του κι ακούμπησε το κεφάλι της στη βάση του δικού του.
Την καρδιά του να χτυπά, κι αν δεν την ένιωθε, την άκουγε. Δυνατά.
Κι ακόμα, την αναπνοή του. Να δίνει ρυθμό, χαλαρό, στη ζωή του.
Πολύ διαφορετικό την ημέρα από τις ώρες του ύπνου.
Άνοιγε τα μάτια της, σήκωνε το βλέμμα και το κάρφωνε στο πρόσωπό του.
Στα κλειστά βλέφαρα και τα μισάνοιχτα χείλη του.
Εκείνος ζούσε- καρδιοχτυπούσε και ανέπνεε.
Εκείνη ένιωθε πως μόνο αν τον φιλούσε θα ζούσε, για να την φιλήσει θα πέθαινε.
Πνιγόταν όσο από κοντά τον κοιτούσε.
Ήθελε να πάρει από 'κείνον τον αέρα που της έκλεβε. Μα δεν μπορούσε.
Για να ξεφύγει το αποφάσισε, έφυγε και τον άφησε.
Κάτω, στον βυθό, στον πάτο βρέθηκε σε σκοτεινά νερά.
Ψάρια κακά όλα μαζεμένα έξω από τη δική της σπηλιά. Και εκείνη να μην ανοίγει με τίποτα.
Την αγνόησαν διακριτικά όσο αυτή επέμενε για να μπει να παρακαλά.
Κατέφυγε εν τέλει σε άλλη. Δεν ήξερε πως θα ενοχλεί και δεν μπορούσε να μείνει ούτε εκεί πάλι.
Απεγνωσμένη έβαλε τα κλάματα. Πια πιο εχθρική ήταν η θάλασσα.
Και κάθε αναποδιά της φάνηκε σημαδιακή.
Ήθελε να 'ναι στη στεριά. Επιβαλλόταν η επιστροφή.
Είχε μια δεύτερη ευκαιρία.
Υποσχόμενη τα πάντα, ο,τι χρειαστεί, πήρε το κλειδί, που για κείνη άξιζε όσο τριάντα πλοία.
Καθώς προχωρούσε αθόρυβα μα βιαστικά στέγνωναν των ματιών της τα νερά.
Φτάνοντας  στη στεριά πλησίασε το ναυαγό της δειλά.
Αν και περισσότερο ναυαγισμένη ένιωθε αυτή. 
Είχε παλέψει με τα κύματα του βυθού και του μυαλού της κι επιτέλους είχε βρεθεί στο δικό της νησί.
Δεν έπρεπε να 'χε φύγει απ' την αρχή. Μα ίσως απ' το ταξίδι της και να 'χε βοηθηθεί. 
Πλέον δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε ανάγκη. Είχε δικαίωμα. Είχε την αντοχή να μείνει εκεί.
Παρόλα αυτά έγειρε από πριν πιο μακριά, γονατισμένη χαμηλά,
 δίπλα του μεν να τον κοιτά, με λυγισμένη την ουρά. 
Κι ενώ είχε κλείσει τα μάτια της σαν για να κοιμηθεί, απότομα ένα χτύπημα ένιωσε μια στιγμή.
Σήκωσε το κεφάλι της, είδε πως την κοιτούσε, τον κοίταξε κι αυτή.
Μέσα σε νυσταγμένο, τρομαγμένο παραλήρημα αγνώριστος της φώναξε "Θα πέσεις!".
Την τράβηξε με δύναμη για να σηκωθεί και πάνω μαζί του να ανεβεί.
Σαστισμένη προσπάθησε να του εξηγήσει πως η ίδια είχε σταματήσει
μήπως κι ενοχληθεί, εκείνος πως δεν έφταιγε, να μην ανησυχεί.
Κατάλαβε πως δεν θα καταλάβαινε.
"Ηρέμησε.." του είπε απλά, ήσυχη, απαλά με τρόπο που πίστευε θα νιώσει κι ας μην αντιληφθεί.
Αμέσως κοιμήθηκε εκείνος πάλι. Ακούμπησε το κεφάλι της στο ίδιο μαξιλάρι.
Με το χέρι της του άγγιξε το στήθος, την καρδιά, ελπίζει την ψυχή.
Ποιος ξέρει αν τον έκανε να την ονειρευτεί.
Εκείνη ονειρευόταν ξυπνητή.
Κοιμήθηκαν μαζί.
Έφυγε νωρίς μόλις τον ξύπνησε το επόμενο πρωί.
Όταν την ξαναβρήκε, χωρίς εκείνη κάτι να του πει,
 επέμενε πως δεν μπορούσε τίποτα να θυμηθεί,
 ρωτούσε και την έβαζε να του τα διηγηθεί.
"Δεν έγινε και τίποτα. Κοιμήθηκες."  
Τίποτα τόσο όμορφο. Νύχτα ξεχωριστή.
Δεν ήθελε και ούτε περίμενε ποτέ εκείνη κάτι άλλο να συμβεί.
Στεριά και θάλασσα σε μια νύχτα να ενωθεί δεν μπορεί.
Ο αφρός να χαϊδεύει την ακτή.
Το κύμα να σπάει στο βράχο.
Το νερό να αγκαλιάζει το νησί.
Να φτιάχνονται κάστρα στην άμμο.
Το καλοκαίρι. Μπορεί.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Πάρτε,πάρτεε...Πάρτα!

(Ίσως- κείμενο που δεν θα 'πρεπε να γράψω, με όσα δεν θα ΄πρεπε να πω,
για κάποιον με τον οποίο δεν θα 'πρεπε να ξανασχοληθώ.
Προειδοποιώ: Μη ρομαντικό)
Η επιλογή σου.
Κορίτσι Θηλυκό,
 Μικρό, Φτηνό, Πλαστό.
Δεν πάει άλλο.
Δεν πάει πιο κάτω.
Γιατί απ' τα κατώτερα από εσένα να διαλέγεις;
Τα εύκολα. Τα κοινά.
Θα σου 'λεγα τα ίσα να στοχεύεις
και- γιατί όχι;- πιο ψηλά.
Υπάρχουν ανώτερα από 'σενα,
υπάρχουν καλύτερα για σένα.
Και το ξέρεις.
Είναι, όμως, ίσως δύσκολα,
 γι' αυτό και τα αποφεύγεις
Δεν είμαι εγώ.
Εγώ ανήκω απλά στα διαφορετικά.
Ουσιαστικά δεν με αφορά.
Δεν έχω λόγο στη ζωή σου.
Μα πραγματικά απορώ μαζί σου.
Σε νόμιζα ψηλά, ξεχωριστό.
Κι αν ήταν έτσι, δε θα μετάνιωνα λεπτό.
Κάνοντας τις επιλογές σου, όμως, σε απομυθοποιώ.
Βλέποντάς σε σε τέτοιο ξεπεσμό
-Μπορεί να θεωρείται και εγωιστικό-
λιγότερο λυπάμαι, τείνω να προσβληθώ.
Σκέφτομαι κάποτε ο, τι στόχευσα πως ήταν χαμηλό.
Τόσο χαμηλό...
Δεν το δέχομαι αυτό!
Τον "τέλειο" μου "θεό"
να ψωνίζει στις εκπτώσεις 
-αν όχι ρακοσυλλέκτη-
να παρακολουθώ.