την παγωμένη μύτη και τα ζεστά της χείλη
το μέτωπο το βαρύ από των ημερών τη σκέψη.
Δεν το είχε συνειδητοποιήσει,
μέχρι που αποφάσισε ο εαυτός της να το πει.
Κάθε βράδυ,
λίγο μετά τη δύση.
Κοίταζε έξω
το σκοτάδι
τα μικρά παράθυρα απέναντι ,
φωτισμένα ή μη,
τα δέντρα τα κρυφά,
το φεγγάρι, καμιά φορά.
Ήθελε κάποιος να την δει
Δεν ήξερε
Ήθελε να αγγίξει τον κόσμο
μα άγγιζε το τζάμι.
Όπως και την μέρα ίσως.
Το παράθυρο το βράδυ
από μακριά ήταν καθρέφτης.
Το παράθυρο τη μέρα
ήταν η φυλακή που είχε επιλέξει
η υπενθύμιση της βόλτας που όλο ανέβαλε.
Το παράθυρο την προστάτευε
από τον κακό καιρό, μα όχι το χρόνο.