Νέα..παλιά
Στην ετικέτα "στίχοι μου" προσέθεσα (κάποια από τα) κείμενα που ως τώρα κρατούσα σε χωριστό τετράδιο προορισμένο για ατελή τραγούδια..

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

δ Ι α Χ ρ ο ν ι κ ά

   Εδώ που είμαι ήσουνα Κι εκεί που είσαι θα 'ρθω
(μετά από αρκετό καιρό, μια δύσκολη περίοδο, σκληρή προσπάθεια κι όχι ακριβώς εκεί, αλλά πιο μακριά και θα 'ναι διαφορετικά)
Και τώρα είναι διαφορετικά.
   Περνάν τα χρόνια, οι άνθρωποι, τα συναισθήματα. Μένουν οι φωτογραφίες, οι εμπειρίες, τα απωθημένα. Τα απωθημένα.
   Όλα αλλάζουν, όλα φθείρονται στη μνήμη μας και στην πραγματικότητα, ξεθωριάζουν.
   Μόνο τα απωθημένα υποχωρούν και επανέρχονται στο προσκήνιο, ίσως με ελαφρώς αλλαγμένη μορφή, με την πρώτη ευκαιρία.
   Το έχουν μέσα τους τα απωθημένα. Ό,τι πλησιάζοντας το σε απωθούσε κι ύστερα εσύ προσπάθησες-και νομίζεις τα κατάφερες- να το απωθήσεις από τις σκέψεις σου πάντα μένει.
   Μπορεί να μην είσαι ο πρωταγωνιστής στη ζωή μου. Ο πρωταγωνιστής έχει αλλάξει πια. Δεν είσαι ούτε κομπάρσος. Δεν είσαι στη ζωή μου. Είσαι στο μυαλό μου, είσαι στη μνήμη μου, είσαι στις φωτογραφίες και τα βίντεο.
   Τι ήθελα να τα σκαλίσω; Τώρα είσαι παντού. Είσαι στα καμαρίνια με τους καθρέφτες, το μεγαλίστικο μακιγιάζ που τότε δεν ήξερα να ετοιμάζω μόνη μου, τις στολές. Στα παρασκήνια που ότι έζησα εκεί δε φάνηκε -σχεδόν- ποτέ στη σκηνή. Έχω αρχίσει να αμφιβάλλω για το πόσο καλά ήξερα να κρύβομαι, πόσο αρκετά να υποκρίνομαι. Στις καρέκλες του κοινού με την αίσθηση κενού που δίνουν πια ώρες ώρες αφού δεν είσαι εσύ εκεί.
    Πόσο βαρύ να 'σαι ο μεγάλος, στην τότε ηλικία σου.
"Το μικρό μας". Ήμουνα το μικρό, και μικρό πολύ πιθανόν να παραμένω στο μάτι σου- αν και στην πορεία κατάλαβα πως δεν έχεις πρόβλημα με την ηλικία- μα τώρα για άλλους είμαι το μεγάλο τους. Τα λέω κι εγώ συχνά μικρά, εκείνα που είναι στην τότε ηλικία μου ειδικά, και βλέπω μέσα τους κυρίως, αντί στις αντιδράσεις τους, την ίδια δική μου ενόχληση. Πόσο αφελές, πόσο χαζό να με πειράζει που μ' έλεγες-που ήμουνα μικρό, και επιπλέον "σου".
     Είναι βαρύ να 'σαι μεγάλος γιατί κουβαλάς όλα όσα κάνουν αυτά τα δύο χρόνια να "έχουν σημασία σ' αυτή την ηλικία".
Τις τύψεις για κείνους, και βασικά αυτόν, που πλήγωσα τόσο ή περισσότερο απ' όσο πλήγωνες εσύ εμένα την ίδια περίοδο, με άλλο τρόπο, για άλλο λόγο. Τη σκέψη του που έφτασε να με κυριεύσει αυτά τα δύο χρόνια όσο αποσυρόταν η δική σου απ' το προσκήνιο του μυαλού μου, από τα όνειρά και την καρδιά μου. Πλέον κανείς από τους δυο, μετά τους δυο σημαντικότερους ρόλους σας, τους εκ δια μέτρου κόντρα, αυτά τα δύο χρόνια, κι ας γυρνάτε στη σκέψη μου, δεν είναι στη ζωή μου. Ετοιμάζομαι για πρεμιέρα.
Τη συνειδητοποίηση, ανάλυση κι ερμηνεία παλιών εμπειριών-ας όψεται το ημερολόγιό μου- και τη δημιουργία καινούριων, που εξαιτίας τους διαμόρφωσα, ή μάλλον κατάλαβα καλύτερα, την προσωπικότητα και τον εαυτό μου. Και καλύτερη και χειρότερη είμαι, κι εγώ κι οι άνθρωποι που πέρασαν ως τώρα από τη ζωή μου, από την εικόνα που είχα σχηματίσει για μένα και για αυτούς.
     Μεγάλωσα. Φοβάμαι να πω πόσο μεγάλωσα, πολύ ή λίγο. Δεν μπορώ να το ορίσω. Και, πέρα από τη δική μου παραδοχή φοβάμαι τι έχουν να πουν οι άλλοι μεγάλοι, οι πιο μεγάλοι από μένα κι από σένα, που ξέρουν κάτι παραπάνω. Φοβάμαι και τους μικρούς που θα μάθουν. Δεν πρέπει να ναι για την ακρίβεια φόβος, αλλά δέος. Θαυμάζω όσα ήξερα και όσα ξέρω, όσα δεν ήξερα κι όσα δεν ξέρω ακόμα. Αυτό το ίδιο που συμβαίνει και στους άλλους. Μα για τον καθένα αφορά διαφορετική γνώση.
     Αυτά τα δύο χρόνια δεν με έφεραν πιο κοντά σε εσένα, όπως δεν περιμένω πια από τα επόμενα. Με έφεραν μάλλον πιο κοντά σε εμένα. Κι εγώ δεν περιμένω πια κανένα (άλλο από αυτό). Έχω βρει αυτόν που αγαπώ.


Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

(Γ)λυκόφως


Μια φορά (μόνο μια) και έναν καιρό (όχι πριν πολύ καιρό) έγινε αυτό που θα σας πω...

-Να ρθώ;
-Νυστάζω. Τι να σου πω..
-Πόσο πολύ;
-Μπορεί και να μην κοιμηθώ.
-Μα το είχαμε πει..

Ζύγιζε την κατάσταση ώρα πολλή κι εκείνος έλεγε δεν ξέρει
μέχρι που το αποκαμωμένο ταχυδρομικό περιστέρι
τής είπε να μη το ταλαιπωρεί και να πάει η ίδια να τον βρει.

Ετοίμασε γρήγορα τις αποσκευές της,χαιρέτησε τις νεραϊδονονές της,
χωρίς να προσδιορίσει για ποια μέρη, λέγοντας απλά "Θα φύγω"
και με τα παπούτσια της στο χέρι, το σκασε από τον πύργο.

Άσπρο μάρμαρο και πάγος
Μια μοκέτα λερωμένη που την ένιωσε σαν βάλτος
Έφτασε και στο μακρύ δάσος

Περπατούσε μοναχή. Κανείς εκεί για να την δει.
Μ' ακουγότανε φωνές, άγνωστες- ή και γνωστές,
που φαινόταν μακρινές κι όμως απειλητικές, κάποιες στιγμές.

Κι έφτασε στον προορισμό της για να είν' με τον καλό της.

Χτύπησε, λοιπόν, την πόρτα του κάστρου μικρού, ξύλινου σπιτιού του. (Είπα ποτέ ότι ήταν πρίγκιπας; Αν ήταν πρίγκιπας, εξάλλου, θα έπρεπε να πάει εκείνος να τη βρει. Μόνο για έναν μη πρίγκιπα θα έκανε κάποια αυτή τη διαδρομή.)
Του χώρου του δικού του.
Μέσα σ' αυτό ήταν μαζεμένα διάφορα πλάσματα του δάσους-όχι ζώα, μαγικά:νεράιδες μάγισσες και ξωτικά.
Εκείνα της άνοιξαν και την υποδέχτηκαν στη γιορτή τους, στο γλέντι, στη συνάθροιση τους.
Δυο μάγισσες χαχάνιζαν και συζητούσαν. Μιλούσαν για μαγικά φίλτρα και πώς αυτά σε άλλους επιδρούσαν.
Μια νεράιδα ζαλισμένη, πολύ καλούλα η καημένη, αποφάσισε στο τέλος να πηγαίνει.
Μια άλλη νεράιδα όμορφη πολύ είχε επιτόπου κοιμηθεί.
Ενώ ένα ξωτικό τρελό είχε αρχίσει το χορό.
Το ξωτικό- οργανωτής της  βραδυνής αυτής γιορτή όλο μιλούσε κι όλο και άλλους προσκαλούσε να ξενυχτίσουνε μαζί.
Ένας λυκάνθρωπος εμφανίστηκε απρόσκλητος μα σύντομα έφυγε όταν είδε πως δεν ήτανε ευπρόσδεκτος βγάζοντας μια κραυγή που όποιον δεν τον φοβόταν έκανε στο γέλιο να λυθεί.
Ήρθε για λίγο κι ένας δράκος που με το ξωτικό, το τρελό, έστησε ξέφρενο χορό, περίεργο, τρομαχτικό.
Εκείνος ήταν ξαπλωμένος, νυσταγμένος, παραλίγο κοιμισμένος. Και ωραίος. Ωραίος -προσεχώς-κοιμώμενος. Αντιλαμβανόταν τι γινόταν αλλά δεν αντιδρούσε.
Ξάπλωσε δίπλα του. Καθότανε και τον κοιτούσε. Μακάρι να τον φιλούσε. Όμως το ήξερε ότι δεν ήθελε να τον ξυπνούσε. Κι ας μην το ήξερε ότι τον αγαπούσε.

Όσο το γλέντι προχωρούσε, τελικά, φοβήθηκε από τα μαγικά πλάσματα και τα ξωτικά. Τον χάιδεψε σαν να ταν ο,τι πιο πολύτιμο έχει και φεύγοντας του είπε τον εαυτό του και τους άλλους να προσέχει. Το ήξερε ότι μπορούσε.

Καθώς έφτανε στον πύργο της όπου ήταν πια ασφαλής, την έλειψή του ένιωσε. Το μετάνιωσε. Έτρεξε πίσω όσο πιο γρήγορα μπορεί. Την είχε μάθει πια τη διαδρομή.
Έξω από την πόρτα του όμως βρήκε να κοιμούνται δύο δράκοι- ο ένας ίσως μεταμορφωμένο ξωτικό- που είχαν γίνει επικίνδυνοι κι επίτηδες τους είχαν κλείσει έξω οι άλλοι. Έτσι φοβήθηκε να χτυπήσει. Κι αφού τον είχε εγκαταλείψει, έχασε την ευκαιρία δίπλα του να ξενυχτίσει. Αυτό αργά κατάλαβε ότι ήταν κάτι που ήθελε πιο πάνω απ' το να ζήσει. 
Γύρισε πίσω στον πύργο της και βυθίστηκε στο σκοτάδι. Με την ελπίδα να βρεθεί στα όνειρα του. Με το φεγγάρι να τις θυμίζει πως όποιος δεν τολμήσει να αντιμετωπίσει το λυκόφως, χάνει την ευκαιρία να γευτεί και το Γλυκό φως.