Νέα..παλιά
Στην ετικέτα "στίχοι μου" προσέθεσα (κάποια από τα) κείμενα που ως τώρα κρατούσα σε χωριστό τετράδιο προορισμένο για ατελή τραγούδια..

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

(Γ)λυκόφως


Μια φορά (μόνο μια) και έναν καιρό (όχι πριν πολύ καιρό) έγινε αυτό που θα σας πω...

-Να ρθώ;
-Νυστάζω. Τι να σου πω..
-Πόσο πολύ;
-Μπορεί και να μην κοιμηθώ.
-Μα το είχαμε πει..

Ζύγιζε την κατάσταση ώρα πολλή κι εκείνος έλεγε δεν ξέρει
μέχρι που το αποκαμωμένο ταχυδρομικό περιστέρι
τής είπε να μη το ταλαιπωρεί και να πάει η ίδια να τον βρει.

Ετοίμασε γρήγορα τις αποσκευές της,χαιρέτησε τις νεραϊδονονές της,
χωρίς να προσδιορίσει για ποια μέρη, λέγοντας απλά "Θα φύγω"
και με τα παπούτσια της στο χέρι, το σκασε από τον πύργο.

Άσπρο μάρμαρο και πάγος
Μια μοκέτα λερωμένη που την ένιωσε σαν βάλτος
Έφτασε και στο μακρύ δάσος

Περπατούσε μοναχή. Κανείς εκεί για να την δει.
Μ' ακουγότανε φωνές, άγνωστες- ή και γνωστές,
που φαινόταν μακρινές κι όμως απειλητικές, κάποιες στιγμές.

Κι έφτασε στον προορισμό της για να είν' με τον καλό της.

Χτύπησε, λοιπόν, την πόρτα του κάστρου μικρού, ξύλινου σπιτιού του. (Είπα ποτέ ότι ήταν πρίγκιπας; Αν ήταν πρίγκιπας, εξάλλου, θα έπρεπε να πάει εκείνος να τη βρει. Μόνο για έναν μη πρίγκιπα θα έκανε κάποια αυτή τη διαδρομή.)
Του χώρου του δικού του.
Μέσα σ' αυτό ήταν μαζεμένα διάφορα πλάσματα του δάσους-όχι ζώα, μαγικά:νεράιδες μάγισσες και ξωτικά.
Εκείνα της άνοιξαν και την υποδέχτηκαν στη γιορτή τους, στο γλέντι, στη συνάθροιση τους.
Δυο μάγισσες χαχάνιζαν και συζητούσαν. Μιλούσαν για μαγικά φίλτρα και πώς αυτά σε άλλους επιδρούσαν.
Μια νεράιδα ζαλισμένη, πολύ καλούλα η καημένη, αποφάσισε στο τέλος να πηγαίνει.
Μια άλλη νεράιδα όμορφη πολύ είχε επιτόπου κοιμηθεί.
Ενώ ένα ξωτικό τρελό είχε αρχίσει το χορό.
Το ξωτικό- οργανωτής της  βραδυνής αυτής γιορτή όλο μιλούσε κι όλο και άλλους προσκαλούσε να ξενυχτίσουνε μαζί.
Ένας λυκάνθρωπος εμφανίστηκε απρόσκλητος μα σύντομα έφυγε όταν είδε πως δεν ήτανε ευπρόσδεκτος βγάζοντας μια κραυγή που όποιον δεν τον φοβόταν έκανε στο γέλιο να λυθεί.
Ήρθε για λίγο κι ένας δράκος που με το ξωτικό, το τρελό, έστησε ξέφρενο χορό, περίεργο, τρομαχτικό.
Εκείνος ήταν ξαπλωμένος, νυσταγμένος, παραλίγο κοιμισμένος. Και ωραίος. Ωραίος -προσεχώς-κοιμώμενος. Αντιλαμβανόταν τι γινόταν αλλά δεν αντιδρούσε.
Ξάπλωσε δίπλα του. Καθότανε και τον κοιτούσε. Μακάρι να τον φιλούσε. Όμως το ήξερε ότι δεν ήθελε να τον ξυπνούσε. Κι ας μην το ήξερε ότι τον αγαπούσε.

Όσο το γλέντι προχωρούσε, τελικά, φοβήθηκε από τα μαγικά πλάσματα και τα ξωτικά. Τον χάιδεψε σαν να ταν ο,τι πιο πολύτιμο έχει και φεύγοντας του είπε τον εαυτό του και τους άλλους να προσέχει. Το ήξερε ότι μπορούσε.

Καθώς έφτανε στον πύργο της όπου ήταν πια ασφαλής, την έλειψή του ένιωσε. Το μετάνιωσε. Έτρεξε πίσω όσο πιο γρήγορα μπορεί. Την είχε μάθει πια τη διαδρομή.
Έξω από την πόρτα του όμως βρήκε να κοιμούνται δύο δράκοι- ο ένας ίσως μεταμορφωμένο ξωτικό- που είχαν γίνει επικίνδυνοι κι επίτηδες τους είχαν κλείσει έξω οι άλλοι. Έτσι φοβήθηκε να χτυπήσει. Κι αφού τον είχε εγκαταλείψει, έχασε την ευκαιρία δίπλα του να ξενυχτίσει. Αυτό αργά κατάλαβε ότι ήταν κάτι που ήθελε πιο πάνω απ' το να ζήσει. 
Γύρισε πίσω στον πύργο της και βυθίστηκε στο σκοτάδι. Με την ελπίδα να βρεθεί στα όνειρα του. Με το φεγγάρι να τις θυμίζει πως όποιος δεν τολμήσει να αντιμετωπίσει το λυκόφως, χάνει την ευκαιρία να γευτεί και το Γλυκό φως.






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου