Νέα..παλιά
Στην ετικέτα "στίχοι μου" προσέθεσα (κάποια από τα) κείμενα που ως τώρα κρατούσα σε χωριστό τετράδιο προορισμένο για ατελή τραγούδια..

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

"Μάζες θερμών αερίων"

ή "Μια νυχτερινή ιστορία"

Ήταν μια μάγισσα.
Ντυμένη με όλα τα χρώματα της νύχτας,
στολισμένη με μυστήρια, φορτωμένη με μυστικά.
Με βλέμμα αθώο, μες στο χαμόγελό της όμως πονηριά.
Δεν ήξερε, δεν ένιωθε αν είχε σώμα.
Έμοιαζε σαν σκιά που τριγυρνά διακριτικά.
Σαν κρύα πνοή αέρα που σε ανατριχιάζει ξαφνικά.
Σαν σκέψη που μια σε χαϊδεύει και μια σε στοιχειώνει. 
Περπατούσε στο δάσος ξυπόλυτη και μόνη.
Πίστευε, χωρίς να το δείχνει, πως είναι δυνατή.
Ο,τι φοβόταν λέει νόμιζε το είχε ήδη δει.
Ο,τι ήταν να έρθει δεν την είχε βρει.

Ήταν ένας ιππότης.
Είχε κρύψει σε μια μεγάλη, βαριά και σκληρή πανοπλία
την εύθραυστη καρδιά του, την τρυφερότητα και την ευαισθησία.
Σε μάχες επικίνδυνες έτρεχε πρώτος κι ήταν συχνά ο ίδιος ο φόβος.
Γινόταν σκληρός για να υπερασπιστεί αυτά που θεωρούσε άξια
και πολεμούσε σε όλους ενάντια, ανθρώπους και τέρατα.
Έμοιαζε άγριος γιατί ήθελε να είναι προστατευμένος.
Είχε μεγάλη δύναμη σωματική, μα και εσωτερική.
Δεν άφηνε να φανεί, αλλά στη ματιά ήταν παιδί.
Ο,τι άσχημα είχε δει, όσα κακά τον είχαν βρει
σκεφτόταν ανεξέλεγκτα σε ανύποπτη στιγμή.
Γέμιζε τότε η πανοπλία και τον έπνιγε,
αλλά και πιο πολύ την ήθελε.

Το έκανε η μοίρα να συναντηθεί η μάγισσα με τον ιππότη.
Κάτι τους έφερε απότομα κοντά, κι ήταν σαν να γνωρίζονται από πάντα.
Αυτή ο άνεμος κι αυτός ο βράχος ήταν από τα ίδια υλικά.
Διείσδυσε αυτή μέσα από την  πανοπλία του,
κατάφερε αυτός να την αρπάξει και να την κρατήσει,
τι έγινε πρώτα κανείς δεν ξέρει.

 
Βρέθηκαν μαζί ένα βράδυ φωτισμένο από το σκοτάδι
και με μουσική που συνέθετε η σιωπή.
Τυλίχθηκε πάνω του και ενώθηκε με το στόμα του.
Γεύτηκε κάθε ανάσα και αναστεναγμό του.
Έκλεψε μέσα από τα χείλη την ψυχή του.
Το σώμα της όμως δεσμεύτηκε από το σώμα του.
Ένιωθε το άγγιγμά του με κάθε αίσθηση, ακόμα κι αν αυτό είχε περάσει.
Δεν μπορούσε να φύγει μακριά του.
Αν απομακρυνόταν μια στιγμή ένιωθε την έλλειψη.
Το δέρμα της και όλη της η ύλη τον ζητούσε με μια απίστευτη δύναμη.

Κουλουριάστηκε στη γη κουρασμένη από όλο το βάρος να είναι υπαρκτή.
Εκείνος έκανε κάποια βήματα αδειασμένος και γεμάτος ταυτόχρονα.
Τον είδε να στέκεται με μάτια χαμένα και πόδια ελαφρά.
Έσκυψε και την σήκωσε στα χέρια.
Είχε βγάλει στην πλάτη φτερά.
Την πήρε μαζί του ψηλά, στα σύννεφα και στα αστέρια.

Λίγο πριν φτάσουν στο φεγγάρι, ήρθε η μέρα. 
Όπως αυτό ξεθωριάζει, άρχισε η δική τους πτώση.
Πτώση καθολική μα ομαλή.

Προσγειώθηκαν απαλά στην Κόλαση.
Εκεί που τους ταιριάζει.
Ήταν οικεία.
Ήταν ωραία.
Και θαύμαζαν όλοι οι αμαρτωλοί στα χρονικά
τη μαγεία που ενώνει το φως με τη φωτιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου