Ήταν κάποτε ένα φεγγάρι και ένα περιστέρι.
Το περιστέρι κοίταζε το φεγγάρι λαμπερό
και ήθελε να πάει σε αυτό.
Ρώτησε μια κουκουβάγια λοιπόν,
που γνώριζε τα μυστικά των μαγισσών,
κι αυτή του είπε πως αν απλώνε τα λευκά φτερά του
κάθετα στο δρόμο του φεγγαριού
σε μια γραμμή
και προσπαθούσε έτσι να πετάξει,
το ίδιο το φως του θα το τραβούσε εκεί.
Περιμένοντας μια νύχτα με πανσέληνο,
το περιστέρι είδε σε ένα πολύ ζωντανό όνειρο
πως είχε φτάσει ήδη στο φεγγάρι.
Για μια στιγμή το ένιωσε αρκετό αυτό.
Αρκεί να μπορούσε να ξανακοιμηθεί,
να κοιμάται για πάντα,
κι έτσι θα ήταν ευτυχισμένο.
Όμως άκουσε μια φωνή να το αμφισβητεί:
Τέτοια είναι η αγάπη σου;
Τόση είναι η δύναμη σου;
Αυτό ήταν;
Όχι, δεν είναι έτσι.
Το περιστέρι πέταξε πολύ,
Το περιστέρι κοίταζε το φεγγάρι λαμπερό
και ήθελε να πάει σε αυτό.
Ρώτησε μια κουκουβάγια λοιπόν,
που γνώριζε τα μυστικά των μαγισσών,
κι αυτή του είπε πως αν απλώνε τα λευκά φτερά του
κάθετα στο δρόμο του φεγγαριού
σε μια γραμμή
και προσπαθούσε έτσι να πετάξει,
το ίδιο το φως του θα το τραβούσε εκεί.
Περιμένοντας μια νύχτα με πανσέληνο,
το περιστέρι είδε σε ένα πολύ ζωντανό όνειρο
πως είχε φτάσει ήδη στο φεγγάρι.
Για μια στιγμή το ένιωσε αρκετό αυτό.
Αρκεί να μπορούσε να ξανακοιμηθεί,
να κοιμάται για πάντα,
κι έτσι θα ήταν ευτυχισμένο.
Όμως άκουσε μια φωνή να το αμφισβητεί:
Τέτοια είναι η αγάπη σου;
Τόση είναι η δύναμη σου;
Αυτό ήταν;
Όχι, δεν είναι έτσι.
Το περιστέρι πέταξε πολύ,
και εκεί που ετοιμαζόταν να παραιτηθεί,
βρέθηκε ξαφνικά να τα έχει καταφέρει
να φτάσει στο φεγγάρι.
Όμως εκεί το κυρίευσε απογοήτευση.
Το φεγγάρι ήταν ξερό, ήταν παγωμένο κι έρημο.
Ένιωσε μοναξιά.
Του έλειπαν όσοι είχε αφήσει πίσω,
μια αγκαλιά, μια φωλιά,
κάποιος να το ακούσει,
κάποιος να του μιλήσει.
Πώς θα μπορούσε εκεί να ζήσει;
Θέλησε να γυρίσει.
Το φεγγάρι είναι στόχος.
Το φεγγάρι δεν είναι άνθρωπος.
Αλλά κι οι άνθρωποι είναι στόχοι.
Κι αν τους κατακτήσεις;
Θα φύγεις ή θα μείνεις;
Κι αν το θελήσεις,
θα καταφέρεις να τους κρατήσεις;
Τι θα κτίσεις;
Τι είσαι διατεθειμένος για αυτούς να αφήσεις;
Ο άνθρωπος πάτησε (σ)το φεγγάρι.
Κι έπειτα μόνο αποτυπώματα και μια σημαία.
Εγωισμός που κρύβεται στα όνειρα!
Και γιατί όχι;
Τα όνειρά μας μας ανήκουν.
Ή μήπως όχι;
Μήπως ανήκουμε εμείς στα όνειρά μας;
Όμως εκεί το κυρίευσε απογοήτευση.
Το φεγγάρι ήταν ξερό, ήταν παγωμένο κι έρημο.
Ένιωσε μοναξιά.
Του έλειπαν όσοι είχε αφήσει πίσω,
μια αγκαλιά, μια φωλιά,
κάποιος να το ακούσει,
κάποιος να του μιλήσει.
Πώς θα μπορούσε εκεί να ζήσει;
Θέλησε να γυρίσει.
Το φεγγάρι είναι στόχος.
Το φεγγάρι δεν είναι άνθρωπος.
Αλλά κι οι άνθρωποι είναι στόχοι.
Κι αν τους κατακτήσεις;
Θα φύγεις ή θα μείνεις;
Κι αν το θελήσεις,
θα καταφέρεις να τους κρατήσεις;
Τι θα κτίσεις;
Τι είσαι διατεθειμένος για αυτούς να αφήσεις;
Ο άνθρωπος πάτησε (σ)το φεγγάρι.
Κι έπειτα μόνο αποτυπώματα και μια σημαία.
Εγωισμός που κρύβεται στα όνειρα!
Και γιατί όχι;
Τα όνειρά μας μας ανήκουν.
Ή μήπως όχι;
Μήπως ανήκουμε εμείς στα όνειρά μας;
Ος: αρχή και βήμα
για άλματα και για βουτιές
για άλματα και για βουτιές
στην παραγνωρισμένη μου σκέψη
και άγνωστη ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου